- ἰλιγγιᾶ
- ἰ̱λιγγιᾶ , ἰλιγγιάωbecome dizzypres subj act 1st sg (doric aeolic)ἰ̱λιγγιᾶ , ἰλιγγιάωbecome dizzypres ind act 1st sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἰλιγγιᾷ — ἰ̱λιγγιᾷ , ἰλιγγιάω become dizzy pres subj mp 2nd sg ἰ̱λιγγιᾷ , ἰλιγγιάω become dizzy pres ind mp 2nd sg (epic) ἰ̱λιγγιᾷ , ἰλιγγιάω become dizzy pres subj act 3rd sg ἰ̱λιγγιᾷ , ἰλιγγιάω become dizzy pres ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰλιγγία — ἰ̱λιγγίᾱ , ἰλιγγιάω become dizzy imperf ind act 3rd sg ἰ̱λιγγίᾱ , ἰλιγγιάω become dizzy pres imperat act 2nd sg ἰ̱λιγγίᾱ , ἰλιγγιάω become dizzy imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιτρέπω — ΝΜΑ νεοελλ. μέσ. περιτρέπομαι (για πλοίο) ανατρέπομαι λόγω μετατόπισης τού κέντρου βάρους και η τρόπιδα, η καρίνα, έρχεται προς τα πάνω μσν. (για δέρμα) ζαρώνω, σχηματίζω ρυτίδες μσν. αρχ. 1. ανατρέπω, αναποδογυρίζω 2. διαστρέφω, διαστρεβλώνω 3.… … Dictionary of Greek
πλανώ — πλανῶ, άω, ΝΜΑ 1. περιφέρω κάποιον ή κάτι εδώ κι εκεί 2. μτφ. εκτρέπω κάποιον από την ορθή οδό, δημιουργώ ψευδή αντίληψη, εξαπατώ, ξεγελώ (α. «δε μέ πλανούν τα λόγια σου / και πλιο πικρά ακόμα», Κρυστ. β. «ἆρ ἔστιν; ἆρ οὐκ ἔστιν; ἤ γνώμη πλανᾷ»,… … Dictionary of Greek